- ἐπιδινήσας
- ἐπιδινήσᾱς , ἐπιδινέωwhirl foraor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ἐπιδῑνήσᾱς , ἐπιδινέωwhirl foraor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάας — λᾱας, ὁ καὶ ἡ, και λᾱος, ό, και αττ. συνηρ. τ. λᾱς, ό, ἡ (Α) 1. πέτρα, λίθος, ιδίως αυτός που ριχνόταν από τους πολεμιστές (α. «ὅ γ ἐξαῡτις πολὺ μείζονα λᾱαν ἀείρας ἧκ ἐπιδινήσας», Ομ. Οδ. β. «ὅσον τ ἐπὶ λᾱαν ἵησιν», Ομ. Ιλ.) 2. βράχος 3. φρ.… … Dictionary of Greek
λαίτμα — λαῑτμα, ατος, τὸ (Α) 1. βάθος, άβυσσος τής θάλασσας, βυθός («τόν... πολιῆς ἁλὸς ἐς μέγα λαῑτμα ῤῑψ ἐπιδινήσας, βόσιν ἰχθύων», Ομ. Ιλ.) 2. θαλάσσιο πέρασμα 3. πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαῖ τμα ανάγεται στο θ. τής λ. λαιμός και εμφανίζει επίθημα μα με … Dictionary of Greek